Sunday, February 19, 2012

Η γειτονιά μου .




Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ.
Η παλιά γειτονιά μου εκεί στο χωριό, όπου κάθε γωνιά της κάθε πέτρα της ,γεμάτη από παιδικές αναμνήσεις .
Τι συγκίνηση και τι νοσταλγία ένιωσα σαν ξαναπέρασα σήμερα πάλι τα δρομάκια της.
Με τα παλιά πετρόκτιστα σπίτια που τώρα τα πιο πολλά υποστήκανε την αλλαγή του μοντέρνου αν και το δικό μου σπίτι ακόμα το ίδιο λες και με περίμενε απαράλλακτο να ξανά 'ρθω και να με καλωσορίσει όπως ακριβώς το θυμόμουν από τότε.
Πολλά από τα Καινουργιόκτιστα σπίτια γεμάτα κι από λουλούδια ενώ το δικό μας μπαλκόνι ορφανό πιά, έπειτα από την απουσία των τότε ανθρώπων του . Ο παππούς ,η γιαγιά ,ο πατέρας ,η μάνα όλοι τώρα αναπαύονται κάτω από τα κυπαρίσσια κι εγώ με τ'αδέλφια μου απόντα στην ξενιτιά από χρόνια.
Έπειτα από απουσία τόσων χρόνων ,σε κάνει να αισθάνεσαι ξένος όμως στην γειτονιά μου αισθάνομαι πως έρχομαι και πάλι στα δικά μου λημέρια κι ανέγγιχτη η θύμησή της απόμεινε στην καρδιά από τότε, να την γεμίζει με προσμονή και νόστο για να ξανά ρθω και πάλι μια μέρα.
Σαν περπατώ λοιπόν τούτη την μέρα προσπερνάω το σπίτι μας και πάω να χαιρετίσω πρώτα το σχολείο, όπου η αυλή του τότε γινόταν η αλάνα μας το κάθε απόγευμα μέχρι που σκοτείνιαζε και δεν βλέπαμε πιά κι οι μανάδες μας να μας φωνάζουν για να μαζευτούμε στα σπίτια μας.
Εκεί λοιπόν στην αλάνα τα παιδικά μας παιγνίδια ,τσιλίκι. κρυφτό , μπίλιες , μπάλα ,που αν και τρύπια,για μας ήταν πολυτέλεια κι έκανε την δουλειά της στο παιγνίδι μας.
Ηταν εκεί το αγαπημένο μας μέρος κι ας περνούσαμε τις υπόλοιπες ώρες μέσα στο σκολειό ,καθώς τότε πηγαίναμε πρωί κι απόγευμα για τα μαθήματα και δεν αποτελούσε εξαίρεση και το πρωινό του Σαββάτου .Ακόμα και το κυριακάτικο πρωινό συμπεριλαμβανόταν έπειτα από διαταγή του δασκάλου κι αλίμονο
αν τολμούσαμε να παρακούσουμε και να μη δηλώσουμε την παρουσία μας .Με τον φόβο της τιμωρίας της βέργας έτσι όλοι εκεί στις 7.30 .
φρεσκολουσμένοι από το προηγούμενο βράδυ με την μυρωδιά του φρέσκου μερσινιού που η μάνα έκανε σίγουρα το έβραζε με το νερό για να μοσχομυρίζουμε όπως έλεγε. (Δεν υπήρχαν τότε τα αρωματισμένα σαπούνια του σήμερα) και τότε ντυμένοι με τα καλά μας κι ας ήταν το μόνο και μοναδικό φουστάνι που διαθέταμε, με καλογυαλισμένα τα παπούτσια και τα άσπρα καλτσάκια μας για να μας οδηγήσει στην εκκλησία που θα κάναμε το κατηχητικό.
Όμορφα παιδικά χρόνια τότε, που πάντα νοσταλγείς ,μα δυστυχώς δεν αργείς να μεγαλώσεις.
Αν και ακόμα αγκάλιαζες την φτωχογειτονιά μαζί με τον πρώτο τότε δεκατετράχρονο έρωτά σου, το γειτονόπουλο που στα 18 του φάνταζε σαν τον πρίγκηπα του παραμυθιού, στα ακόμα παιδικά μάτια σου.
Πολύ δειλή τότε έστω και να τον κοιτάξεις άσε που δεν μας το επέτρεπαν, μα αυτό δεν εμπόδιζε τα μάτια να κρυφοκοιτάζουν πίσω από τα παντζούρια.
Κι όταν σιγουρευόσουν ότι ήταν στο σπίτι του, τότε σίγουρα θα έβγαινες να σκουπίσεις το στενό.
Στολισμένη και καλοκτενισμένη χωρίς μακιγιάζ όμως (Μόνο οι εύκολες το χρησιμοποιούσαν τότε ).κι έλπιζες να σού 'ριχνε και κείνος καμιά ματιά.
Όταν τελείωνες κρυμμένη παραφύλαγες, κι αν τύχαινε να πάει για την μοναδική βρύση της γειτονιάς κρατώντας τον βάζο με το νερό, από κοντά του κι εσύ με τον κουβά, για να ποτίσεις τα λουλούδια στο μπαλκόνι που υπομονετικά περίμεναν διψασμένα, τούτη την καθημερινή ώρα των πέντε τ' απόγευμα.
Εκεί χαμηλοβλεπούσα να στέκεις δίπλα του σαν δεν υπήρχε παρεξήγηση αν και χωρίς την καλημέρα, που απαγορευόταν (μην βγει το όνομά σου ,καλύτερα το μάτι σου) κι αν σου' ριχνε κάνα
χαμόγελο τότε πετούσες στα ουράνια ,\
Αχ! κι αν είχε στόμα η γειτονιά πόσα θα μπορούσε να μαρτυρήσει από τα μυστικά σου καρδιοκτύπια.
Κι όταν σε λίγο πότιζες τις γλάστρες με τα βασιλικά και τους κατιφέδες τότε όλη η γειτονιά ν' αφουγκράζεται μαζί με κείνον το τραγούδι σου
Ψιντρή βασιλιτζιά μου τζιαι μαντζουράνα μου
Εσύ θα με χωρίσεις από την μάνα μου “
Η όταν μάζευες τους ανθούς από το γιασεμί τότε ήταν που η γειτονιά μοσχομύριζε πάλι από την μυρωδιά και το τραγούδι για το γιασεμί σου.
Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου
Τζι ´ηρτα να το κλαδέψω, ωχ! Γιαβρί μου
τζιαι νόμισεν η μάνα σου ,γιασεμί μου .
Πως ήρτα να σε κλέψω ,ωχ! Γιαβρί μου.
Αργότερα στις φεγγαρόφωτες νύχτες όλη η γειτονιά να μαζεύεται στο στενό (που χωρίς ηλεκτρισμό τότε ) τουλάχιστον οι γειτόνισσες , καθώς οι άνδρες πήγαιναν στον καφενέ της γωνιάς πέντε βήματα δρόμο, να παίξουν την πάστρα ,την πιλόττα, το τάβλι ,με κανένα λουκούμι για όποιον κέρδιζε και που ο πατέρας το φύλαγε για μας αν και έπρεπε να το μοιράσουμε στα τέσσερα όσα και τα παιδιά.
Οι γειτόνισσες με πιο ηλικιωμένη την γιαγιά μου να κάθεται στην πολυθρόνα της ,(μια αιωνόβια ριζιμιά πέτρα ) έξω από το ξύλινο ξωπόρτι μας , εκεί στην αστροφεγγιά να διηγούνται η κάθε μια τους, πως τα πέρασε την μέρα της με τις σκληροδουλιές στα χωράφια και παρά την κούραση ν' αρχίζουν τις παραβολές τα παραμύθια και το λακκιρτί.
Με τα κουτσομπολιά και τα χωρατά που έδιωχναν την κούραση ενώ εγώ στο μπαλκόνι από πάνω να παρακολουθώ την κουβέντα αλλά και το φωτισμένο από το αχνό φως της λάμπας παράθυρο του έρωτά μου .
Εκεί δεν υπήρχε καμιά αδελφή, έτσι γινόταν το στέκι και των άλλων νεαρών του χωριού ,που άρχιζαν τά δικά τους τραγούδια.
Έβγα στο παραθύριν ,κόρη το γιάλλενο
Να δώ το πρόσωπό σου το σιμιδάλλενο.

Έβγα στο παραθύρι κρυφά της μάνας σου
τζιαι κάμε πως ποτίζεις την μαντζουράνα σου .

Εγώ εκεί να πετάω στα σύννεφα αφού το παράθυρό μου αντίκρυ από το δικό του και σίγουρα για μένα το τραγουδούσε και δεν είχε σημασία το ότι ήταν χιλιοτραγουδημένο κι η γειτονιά να ευλογά την μαντζουράνα που τόσα τραγούδια υμνούσαν την ομορφιά μα και την μυρωδιά της .
Βέβαια με το πέρασμα του καιρού ενηληκιώθηκα, μου πέρασε όπως ξαφνικά ήρθε ο πρώτος μου έρωτας κι ήρθε η ώρα που έπρεπε ν' αποχαιρετήσω την αγαπημένη μου γειτονιά .
Άλλαξα τόπο, άλλαξα εξωτερικά αλλά κατά βάθος ακόμα η απλή χωριατοπούλα που όσο και να αλλάξεις πάντα ή ίδια μένεις .Και νά' μαι τώρα να χαιρετώ το σχολείο μαζί και τις γειτόνισσες που όλες να σε προσκαλούν για κεραστικό όπως τότε κι αυτό ποτέ δεν αλλάζει σαν η φιλοξενία ακόμα ιερό καθήκον των αγνών χωρικών
γνήσια απόδειξη της φυλής μας ,Και δεν πρέπει να αρνηθείς αν δεν θέλεις να σε νομίσουν ακατάδεκτη .
Παίρνεις λοιπόν το κεραστικό μοιράζεις τα χαμόγελά σου και αποχαιρετάς και πάλι την αλάνα με την κοσμοπολίτικη τώρα ομορφιά και παίρνεις τα μπρος πίσω για το παλιό σου σπίτι ,
όπου οι μεντεσέδες της ξεβαμμένης του πόρτας τρίζουν σκουριασμένοι από το πέρασμα των χρόνων που ανατριχιάζεις καθώς αντικρίζεις την ολοκληρωτική εγκατάλειψη κι εκεί δίνεις την υπόσχεση ότι σίγουρα θα γυρίσεις και πάλι.
Κλείνεις και πάλι την πόρτα ,βγαίνεις και πάλι στην γειτονιά όπου η πολυθρόνα της γιαγιάς ακόμα στην θέση της δίπλα από το καγκέλι ,Σαν την κοιτάς μελαγχολικά λες κι η γιαγιά κάθεται και πάλι εκεί και σε αποχαιρετά και πάλι .Μαζί της κι η παλιά γειτονιά που φεύγοντας αφήνεις πίσω πάλι άλλο ένα κομμάτι από την καρδιά σου,

1 comment:

  1. KΥΠΡΟΣ ΜΑΡΜΑΡΟΣΜΙΛΕΥΤΗ

    ΓεΙτονικά τα σπίτια γειτονικές αυλές
    χωριά που αγκαλιάζαν συνόρων δυο πλευρές.

    Στους κάμπους μαζί βόσκαν του καθενός τ'αρνιά
    -Γιαννή καλή σου μέρα -καλώς τον Χασανιά

    Η Τούρκισσα υφάντρα κεντήστρα η Ρωμιά
    κλωστές περιπλεγμένες στην ανοικτή καρδιά.

    Ψωμί μαζί κι αλάτι ,πίναν και το νερό
    κάτω απ'τον ίδιο ήλιο τον ίδιο ουρανό.

    Κι έλαμπ'η ομορφιά σου ανεπιτήδευτη
    Άσπρη και φιλντισένια,μαρμαροσμίλευτη.

    Κόρη της μεσογείου πρασινοσμάραγδη,
    πια αδηφάγα μοίρα άπονη κι άκαρδη

    Με τα γαμψά της νύχια σε καταμάτωσε
    μαχαίρι στην πλευρά σου δίκοπο κάρφωσε.

    Εκοψε την καρδιά σου στα δυο θηριωδώς
    κι'απ'τον βορρά ως τον νότο κλειστή τώρα οδός.

    Τα μέχρι χθές αδέλφια χωρίς ταυτότητα
    με βιά τους επιβάλλει την μη οντότητα.

    Πικρά αναρώτιεται η μαύρη προσφυγιά
    πιο απ'τα δυο κομάτια να βγάλει απ'την καρδιά.

    Κείνο π' άφησε πίσω; τούτο που τώρα ζεί;
    πιο δάκτυλο να κόψει και να μην την πονεί;

    Είν και τα δύο ένα όπως κι οι δυό λαοί ,
    που όπως ζούσαν πρώτα θέν πάλι ναν' μαζί.

    Κάτω απ'τον ίδιο ήλιο τον ίδιο ουρανό,
    νησί παραδεισένιο μαρμαροσμίλευτο.

    ReplyDelete