Tuesday, February 14, 2012

Διήγημα,



ΛΥΤΡΩΣΗ
.....................
Τα γκρίζα ασυγύριστα μαλλιά που κρέμονταν στο πρόωρα ρυτιδωμένο πρόσωπο ,που τίποτα δεν μου θύμιζαν απ' την παλιά Ελένη. Το γλυκομίλητο κορίτσι με την λυγερή κορμοστασιά και τα ζεστά καστανά μάτια. Τώρα πιο γεμάτη ,αλλά όχι από πάχος ,μόνο φούσκωμα από τα φάρμακα νευρολογικού είδους ,και τα μάτια της ,σχεδόν αδρανή.
Με το ζόρι μιλούσε κι έμοιαζε με πληγωμένο αγρίμι που το κτύπησε άπονα η ζωή ,όταν αγέλαστη με καλωσόρισε.
Αμήχανη ,δεν ήξερα τι να πω .'Ηταν τόσο δύσκολο που δεν τόλμησα να ρωτήσω καν, τι κάνουν τ' άλλα παιδιά της. Έτσι άρχισα να μιλώ για άσχετα πράγματα και για κοινούς γνωστούς που θά 'ρχονταν σε λίγο .
Αν και ήρθαμε απροειδοποίητα ,η ανοικτή καρδιά και το σπίτι της θείας μου ,μας δέχτηκαν όπως πάντα κι επέμενε να καλέσει κι όλους τους γνωστούς που δεν ήταν και πολλοί στο μικρό χωριό του Μπάρκλυ -Γουέστ .

Να την τώρα,σβέλτη παρά το πάχος και τα χρόνια της,να τρέχει πάνω – κάτω για να ετοιμάσει τα φαγητά κι εγώ να κάνω παρέα στην Ελένη που έφθασε νωρίτερα απ'τους άλλους ,ενώ οι άνδρες κάτω απ' το μπαλκόνι ,να πίνουν το ουίσκι τους και να τσιμπολογούν την σούβλα που ψηνόταν..
Γρήγορα εξαντλήθηκε το θέμα των γνωστών κι αρχίσαμε να μετροφυλλάμε τα αλπούμ ,που είναι η λύση ,όταν δεν έχεις τι να πείς.
Στην αρχή ,κιτρινισμένες φωτογραφίες απ'τον καιρό ,που ήταν νιόπαντρη η θεία .Άλλες του παππού και της γιαγιάς ,μετά τα δυό μου ξαδέλφια με τις στολές του σχολείου κι έπειτα εγώ όταν πρώτο ήρθα ,να καμαρώνω στο πρώτο μου μάξι φόρεμα .Αλλού ,τα διάφορα πάρτυς ,ο γάμος της εξαδέλφης μου κι εγώ παράνυφη ,κι ανάμεσα στους καλεσμένους κι η Ελένη .Καινουργιωφερμένη τότε , με κοντά καλοχτενισμένα μαλλιά.
-Σου πηγαίναν τα κοντά μαλλιά Ελένη .Γιατί δεν τα κόβεις ξανά;,προσπάθησα να πιάσω κουβέντα.
-Μου τα ' κόψε τελευταία φορά η Κατίνα μου και μαζί τους θα πεθάνω !ήρθε τραχιά η απάντηση και μ' έπνιξε η συμπόνια.
-Μπορούμε να τα κόψουμε και να τα φυλάξεις ,Ελένη .Και πάνε έξη χρόνια. Καιρός να σκεφτείς και τ' άλλα σου παιδιά, τον άνδρα σου...
-Τον άνδρα μου! γέλασε πικρά πριν ξεσπάσει. Αυτός φταίει που τα πήρε μαζί του στο κυνήγι εκείνη την μέρα και χάθηκε τόσο άδικα η Κατίνα μου .Ναι! Εκείνος φταίει ! είπε πάλι τραχιά σχεδόν με μίσος κι αρρωστημένο πάθος.
-Δεν μπορεί ,παιδί του ήταν!διαμαρτυρήθηκα .Ποτέ δεν θα ευχόταν το κακό της και πρέπει να συγχωρέσεις .
-Εγώ! Να συγχωρέσω εκείνον!Που πάντα ήθελε να γίνεται το δικό του ,ξέσπασε.'Η καλύτερα ότι ήθελε η οικογένεια του .Σαν τότε που μου τα πήραν και δεν σκέφθηκε ότι τα παιδιά είναι καλύτερα κοντά στην μάνα τους .
-Μα μετά σου τα έφερε πίσω κι ήσουν ευτυχισμένη,την αντέκρουσα.-Ναι,όταν επιτέλους κατάλαβε τι ήταν η οικογένειά του .Μα κράτησε τόσο λίγο η ευτυχία μου ,είπε σαν να μονολογούσε .'Ύστερα πάει η Κατίνα μου και 'γώ! ένα ερείπιο που ζει με τα φάρμακα ,και μου λες να τον συγχωρέσω;Μα μου φέρνει πίσω το παιδί μου; Πες μου Βάσω μου το φέρνει;ρώτησε τραγικά ξεσπώντας σε βουβούς λυγμούς .
Αγκαλιάζοντάς την ,άφησα και τα δικά μου δάκρυα να κυλήσουν κι η θειά που κουβαλούσε τον δίσκο με τα ποτήρια κοντοστάθηκε ,μα της έγνεψα να φύγει.
-Αν η Κατίνα σου μιλούσε αυτό θα ήθελε ,καν 'το για κείνη !είπα προσπαθώντας να την κάνω να δει με άλλα μάτια το πένθος της και συνέχισα. Κι ο Χριστός σταυρώθηκε μα συγχώρεσε γι αυτό κι αναστήθηκε. Ενώ εσύ έξι χρόνια κρατάς σταυρωμένη την ψυχή του παιδιού σου .Συγχώρα για ν' αναστηθεί!είπα δίνοντάς της το ποτήρι με το αναψυκτικό που το' χα με αποξεχάσει. Σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της κι άρχισε να το αργοπίνει.

* * * * * *
Είχαμε γνωριστεί τότε όταν πρώτο ' ρθα στην Αφρική και χάρη στο δίπλωμά μου της κομμώτριας εύκολα πήρα άδεια διαμονής ,αντίθετα με κείνη που της πήρε έξι μήνες μέχρι να κανονίσει ο άνδρας της τα χαρτιά .Στο μεταξύ είχε μείνει με την πολυμελή οικογένειά του κάπου στην Καλαμάτα , κι όταν ήρθε μου έκανε εντύπωση η αλλαγμένη της προφορά. Λες κι είχε γεννηθεί στην Ελλάδα ενώ εγώ μέχρι σήμερα ακόμα έχω την βαριά Κυπριακή προφορά.
-Θα μου κόψεις τα μαλλιά μου ,Βάσω ;με ρώτησε έπειτα από λίγες μέρες αφού γνωριστήκαμε.
-Ευχαρίστως !πότε θέλεις να σου κλείσω ραντεβού στο κομμωτήριο;την ρώτησα.-Αν μπορείς εσύ το Σάββατο ,με παρακάλεσε και συνέχισε. Δεν οδηγώ και φοβάμαι να περπατήσω ,δεν ξέρω και τους δρόμους .
-Εντάξει .Θα 'ρθούμε με την θειά να μου δείξει το σπίτι ,είπα και το Σαββάτο απόμεινα θαμπωμένη μπροστά στο πελώριο σπίτι που της είχε αγοράσει ο Αντώνης ο Καλαμαράς (Έτσι τον φωνάζανε για να τον ξεχωρίζουμε από τον Αντώνη τον Κύπριο.)
Θαύμα διακόσμησης το σπίτι σου !είπε η θειά κοιτώντας τα στολισμένα με σεμέν πανάκριβα έπιπλα και τους τοίχους που ήταν γεμάτοι από κεντητά κάδρα ,όλα καμωμένα από τα χέρια της.
Στην συνέχεια την προσοχή μου τράβηξε η φωτογραφία του όμορφου στρατιώτη απέναντι.
-Σίγουρα αδελφός σου αυτός ,είπα κοιτώντας το ίδιο λαμπερό βλέμμα και τα χαρακτηριστικά ,όμοια με τα δικά της.
-Ναι ,είμαστε δίδυμοι ,απάντησε με μάτια που συννέφιασαν .Είναι αγνοούμενος απ 'την εισβολή κι η μάνα μου ζει με την ελπίδα από τότε ,εκεί στην προσφυγιά.
-Ίσως βρεθεί Ελένη ,την παρηγόρησα και μέχρι να βρέξει τα μαλλιά της πρόσεξα το μισοτελειωμένο έξω από την ντουλάπα φόρεμα.
-Δεν ήξερα ότι ράβεις ,είπα κοιτώντας το συγυρισμένο ράψιμο .
-Τα καταφέρνω ,απάντησε και κάθισε μπροστά στον καθρέφτη.
-Θα μου δώσεις λίγα μαθήματα;ρώτησα ενώ ξεχώριζα τα μαλλιά .
-Αν σ' αρέσει όποτε θέλεις !απάντησε.
-Γιατί να μην της αρέσει !Γλυτώνει ένα σωρό λεφτά ,αν μάθει ,είπε η θεία ,που με ζάλιζε για να με μάθει εκείνη και συμφωνήσαμε τώρα για κάθε Τετάρτη απόγευμα που έκλεινε το κομμωτήριο.
-Λοιπόν ,πώς να σου τα κόψω ;ρώτησα τώρα συγκεντρωμένη στην δουλειά μου.
-Πως νομίζεις θα μου πηγαίνουν καλύτερα !μου άφησε πρωτοβουλία και σε λίγο είχε αλλάξει κεφάλι .
-Ιντα που τα κάνετε κορίτσια;;ρώτησε ο Καλαμαράς γελαστός ,μπαίνοντας της πόρτας και προσπαθώντας να μιλήσει Κυπραίικα .Πω πω !κούκλα μου την έκανες !Να μην μου την κλέψουν ,μωρέ κορίτσια !συνέχισε και πήγε να πλυθεί.
Σε λίγο πίναμε τον καφέ μας όταν το απότομο άνοιγμα της πόρτας μ 'έκανε να τον χύσω -Ακόμα δεν ετοίμασες το πουκάμισό μου ,Ελένη ;ρώτησε αυστηρά ο θυμωμένος τριανταπεντάρης άνδρας και για πρώτη φορά αντίκρισα τον κουνιάδο της πού έμενε μαζί τους.
Μέτριος στο ανάστημα ,μάλλον άσκημος , με σγουρά κόκκινα μαλλιά και σκληρά γαλανά μάτια.
Συγνώμη Γιάννη ,ξέχασα ότι θ αρχόσουν νωρίς να στο φέρω αμέσως !απολογήθηκε κατακόκκινη και σβέλτα σηκώθηκε..
Αυτόματα αντιπάθησα το αυταρχικό του ύφος ,που λες και απευθυνόταν στην υπηρέτρια .Κοιταχτήκαμε με την θεία και σε λίγο λέγοντας ότι έπρεπε να μαγειρέψει διακόψαμε την επίσκεψη. Όσο για τα μαθήματα ραπτικής ,φρόντιζα να τελειώνουν πάντα πριν έρθουν οι άνδρες.
Σε λίγο αρραβωνιάστηκα ,πήγα στο Ντέρπαν όπου αντί για κομμώτρια ,βοηθούσα στο σούπερ μάρκετ του ανδρός μου.
* * * * * *
Ξανασυναντηθήκαμε έπειτα από εφτά χρόνια ,στον γάμο του ξαδέλφου μου όπου ήταν καλεσμένη κι απόμεινα να κοιτάζω την μεγάλη της οικογένεια ,όταν με σύστησε.
-Τον Γιάννη τον ξέρεις (αντίκρισα τον αντιπαθητικό κουνιάδο )η κουνιάδα μου η Γιώτα ,ο άλλος μου κουνιάδος ο Τάκης κι από 'δω ο ξάδελφος Τάσος,είπε χωρίς τον παλιό αυθορμητισμό.
-Χαίρω πολύ !Τους χαμογέλασα .Αυτά θα 'ναι τα παιδιά σου ....,είπα κοιτώντας τα δυό αγόρια και το κοριτσάκι που την τριγύριζαν και συνέχισα.
-Εγώ έχω μόνο δυό αγόρια μα αξίζουν για δέκα. Τι λες ,να πάνε δίπλα στην αίθουσα να δούνε σινεμά και να γίνουν φίλοι;είπα γλυκά σπρώχνοντας τα δικά μου μπροστά.
-Ω ,όχι ,δεν τα αφήνω να πάνε μόνα τους ,είπε ταραγμένη ,
-Ούτε κι εγώ ρε Ελένη ,μα εδώ είναι μέσα στην αίθουσα κι είμαστε δίπλα. Το μπορούν να πάθουν ;ρώτησα απορημένη από την τόση υπερπροστασία.
-Ποτέ δεν ξέρεις και καλύτερα να τα προσέχεις ,πετάχτηκε υπεροπτικά στην μέση η κουνιάδα ,λες κι ήταν εκείνη η μάνα τους.
-Με συγχωρείτε ,δεσποινίς ,μα εγώ θα τ,αφήσω !Είπα λίγο ειρωνικά ,και λέγοντας θα “σας δω αργότερα “,πήγα στο δικό μας τραπέζι και τα παιδιά μου στην διπλανή αίθουσα να δουν το παιδικό έργο .
-Μα πώς τα βγάζει ,πέρα με όλους αυτούς;αναρωτήθηκα μεγαλοφώνως κι η ξαδέλφη μου ακολουθώντας το βλέμμα μου ,κατάλαβε.
-Είναι να μην μπλέξεις και τι να κάνει τώρα πια με τρία παιδιά.

* * * * * *

Η επόμενη συνάντησή μας ήταν μετά από πέντε χρόνια όταν ο θείος μου κανόνισε για κυνήγι ,κι ο άνδρας μου που πετούσε τα σκουφιά του για κάτι τέτοιο ,δεν έχασε την ευκαιρία .Έτσι αφήσαμε τους υπαλλήλους στο σούπερ μάρκετ και να 'μαστε στο Μπάρκλυ-Γουέστ .Οι άνδρες στο κυνήγι και ' γώ με την Ελένη να τα λέμε στο μπαλκόνι της θείας μου ,απέναντι απ 'το Βάλ ρίβερ.
-Σαν ασήμι γυαλίζει το νερό ,κάτω από τον ήλιο ,είπα απολαμβάνοντας το όραμα που παρουσίαζαν οι ιτιές.
-Πραγματικά ,να το κοιτάζεις μόνο,σε κάνει και ηρεμείς αλλά έχω την έγνοια των παιδιών ,είπε η Ελένη .
-Γιατί; Τι έχουν τα παιδιά ;ρώτησα απορημένη
-Ω τίποτα .Μα ο Αντώνης τα πήρε μαζί του στο κυνήγι. Δεν τους χαλάει χατήρι ,εδώ και τρεις μήνες που έχουν γυρίσει !είπε και συνέχισε. Καλά τα αγόρια ,αλλά και το κορίτσι ,όπου πάει μαζί του την έχει.
-Παιδιά είναι ,Ελένη! Α στα να χαρούν είπα εγώ,
-Το ξέρω ,μα από τότε που μου τα στέρησαν τόσο καιρό τρέμει η καρδιά μου μην τα χάσω ,είπε .
-Μα πω σου τα στέρησαν,δεν καταλαβαίνω είπα.
-Θυμάσαι την κουνιάδα μου; άρχισε και στην συνέχεια έμαθα ότι τότε που είχε έρθει ως τουρίστας με την ελπίδα για να παντρευτεί και να μείνει εδώ.
Σαν δεν τα κατάφερε κι ήταν να φύγει ,πήρε και τα παιδιά μαζί ,δήθεν...για διακοπές .Ύστερα έπεισαν τον Καλαμαρά να τ' αφήσει εκεί στο σχολείο και έπειτα να φύγουν και κείνοι για τα καλά παρά τις αντιρρήσεις της Ελένης να της τα ξαναφέρουν να είναι με τους γονείς τους και να φύγουν όταν έρθει η ώρα, όλοι μαζί.
-Που να τ 'ακούσει όμως όταν ήταν για την οικογένειά του!αναστέναξε ,κι αυτό συνεχίστηκε για τέσσερα χρόνια που κοντέψαν να σπάσουν τα νεύρα μου .Κι ο Αντώνης να στέλνει και να στέλνει ,δήθεν να πάρουμε σπίτι και στο τέλος τίποτα δεν είχαμε. Τα πήραν όλα τ'αδέλφια του .....Χαλάλι τους όμως ,αφού τότε ξύπνησε επιτέλους ο δικός μου .Πήγε και τά 'φερε και δόξα σι ο Θεός .Από τότε γλίτωσα από το σόι κι είμαι για πρώτη φορά νοικοκυρά στο σπίτι μου !είπε με την παλιά λάμψη στα μάτια της κι η εμφάνιση της θειάς με τον καφέ μας διέκοψε.
-Θα μας πείς το φλιτζάνι ,θειά;ρωτήσαμε κι οι δυό σαν άτακτες δεκαεξάχρονες .
-Καλό κόρη μου!χαλάω εγώ χατήρι ;χαμογέλασε καλοσυνάτα και σε λίγο άκουγα ότι θα πάρω λεφτά ,ανακατωσούρα και...άσχημα νέα , είπε με έμφαση.
-Ελπίζω να μην μας σπάσουν το μαγαζί μέχρι να πάμε πίσω,είπα λίγο ανήσυχη όσο κι αν δεν πολυπίστευα το φλιτζάνι. Τρόμαξα όμως στην έκφρασή της όταν κοίταξε το φλιτζάνι της Ελένης.
-Άσχημο πολύ ,Ελένη. Ακούς θάνατο,είπε κι όταν εκείνη ταράχτηκε προσπάθησε να μαλακώσει τα λόγια της.
-Μπορεί να 'ναι και άρρωστος ,δεν φαίνεται καθαρά , ελπίζω κανένας γέρος!πήγε να γελάσει και το κουδούνισμα του τηλεφώνου με έκανε να τιναχτώ σαν αυτόματο.
-Άστο θεία!Θα το σηκώσω εγώ ,είπα πριν σηκωθεί η θεία κι η καρδιά μου πήγε να σταματήσει στην σπασμωδική φωνή του ανδρός μου.
-Πρέπει να ρθείτε στο νοσοκομείο .Κτυπήθηκε σοβαρά η μικρή του Καλαμαρά. Πες 'το με τρόπο στην μάνα της.
Στο κάτασπρο πρόσωπό μου η Ελένη άρχισε να τρέμει.
-Τι....τι ...έγινε; ρώτησε .
-Κτύπησε.... λίγο ....η Κατίνα σου. Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο .
-Οχιιιι....το παιδί μου! ούρλιαξε κι έπεσε.
-Μέχρι να πάμε ,η μικρή ξεψύχησε .Η ντουφεκιά την είχε πάρει στο κεφάλι.
Μείναμε για την κηδεία κι η Ελένη ,ράκος πια κι είχαν περάσει έξι χρόνια από τότε.
-Καιρός να συγχωρέσεις ,Ελένη .Ν,αναπαυθεί η ψυχή του παιδιού σου πια , κι αυτό δεν γίνεται όσο καταδικάζεις τον πατέρα της!είπα .
-Αυτό ,θα θελε ,αν μπορούσε να μιλήσει η Κατίνα.
-Λες να 'ναι έτσι;ρώτησε κλονισμένη λίγο ,σαν να ζύγιαζε τα λόγια μου.
-Σίγουρα είναι έτσι,επέμεινα. Καιρός να λυτρωθείς...
Για πρώτη φορά το βλέμμα της σαν να ζωήρεψε λίγο , κι είπε.
-Έχεις μαζί σου το ψαλίδι σου ;Κι αύριο να '''ρθείς μαζί μου στο νεκροταφείο,Θέλω να φυτέψω καινούργια λουλούδια ....Για την ανάπαυση της ψυχής του παιδιού μου....

1 comment:

  1. Το μενταγιόν της ευτυχίας – Μαρούλλα Πανάγου

    -Φανή, μια ώρα σε φωνάζω, δεν μ' ακούς; Ακούστηκε με μια επιφανειακή αυστηρότητα η βραχνή γεροντική φωνή, καθώς ανέβαινε με κόπο τα σκαλοπάτια η μαυροφορεμένη γριούλα. Κάθε σκαλοπάτι και γλάστρα. Βασιλικά, κατιφέδες, κολεοί που μπλέκονταν με τις πράσινες κληματσίδες κι έκαναν το ανέβασμα επικίνδυνο.
    Τα γέρικα πόδια με τα φαγωμένα γόνατα έτριζαν καθώς προχωρούσαν σιγά-σιγά για να μην σκουντουφλήσει κι είχαν μετά τρεχάματα. «Ο γέρος από πέσιμο ή από χέσιμο κινδυνεύει να πάει», ψιθύρισε η γιαγιά με φόβο κι έβαλε προσεκτικά το πόδι στο επόμενο σκαλοπάτι. Κι είχε αρκετούς λόγους να προσέχει γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος να φροντίζει, κούτσα-κούτσα τα ζωντανά όπως έκανε τώρα, για να βγάζει ένα μικρό εισόδημα που έφτανε όσο για να στέλνει το ορφανό στο σχολείο. Είχε κάνει αμέτρητες θυσίες για να αφήσει οτιδήποτε να εμποδίσει τη μοναδική εγγόνα που είχε να σπουδάσει. Η γιαγιά ποτέ δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Απ’ το μυαλό της πέρασαν και πάλι τα λόγια του δασκάλου όταν της έλεγε τότε πριν πέντε χρόνια.
    -Είναι πανέξυπνη και να την χαίρεστε. Θα είναι αδικία, θεία Μαρία, να μην πάει στο γυμνάσιο. Αν την στείλεις σίγουρα θα γίνει μεγάλη επιστήμονας η μικρή.
    -Μα, κύριε δάσκαλε, που θα βρω εγώ τα λεφτά, χήρα γυναίκα. Δεν έχω βοήθεια από πουθενά. Ίσα που βγάζω τα έξοδά μας με το κοπάδι.
    Μα ο δάσκαλος επέμενε, η Φανή ήταν με διαφορά η καλύτερη μαθήτρια, θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του να τη βοηθήσει. Αν χρειαζόταν θα έφτανε ακόμα μέχρι και το Γραφείο Ευημερίας.
    -Θα κάνω αίτηση για να ’ρθουν να εξετάσουν την περίπτωσή της. Αν διαπιστώσουν πως χρειάζεστε βοήθεια τότε κάθε μήνα θα παίρνεις κάπου δυο λίρες επίδομα. Δεν είναι και πολλά, αλλά «απ’ το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα», που λένε. Με την εξυπνάδα που τη διακρίνει σίγουρα θα την πάρει την υποτροφία, είπε με σιγουριά, δεν θα την αδικήσουν.
    «Αδικία; Και γιατί να μην της κάνουν αδικία τούτη τη φορά δηλαδή; Ποιος γνοιάστηκε για μένα τόσα χρόνια;», διερωτήθηκε η γιαγιά δύσπιστα. Είδαν πολλά τα μάτια της στη ζωή της για να πιστεύει στα θαύματα. «Εγώ σ’ αυτόν τον κόσμο την αδικία την έζησα στο πετσί μου, κύριε δάσκαλε. Σ’ εμένα τέτοια πράγματα; Εγώ πια δεν ελπίζω σε τίποτα!», μονολογούσε κάθε που το θυμόταν.

    ReplyDelete