Saturday, November 25, 2023

H ΑΠΑΓΩΓΗ - ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΠΡΏΤΟ

H ΑΠΑΓΩΓΗ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΠΡΏΤ


'Όλα γύρω μου  γύριζαν, που  τα  βλέφαρά μου  με δυσκολία άνοιξαν.

  Γύρω μου    αδιάκριτο  σκότος, και το    μαύρο πέπλο  που  σκέπαζε  το μυαλό ,  να σκοντάφτει στο  πριν.

 Στην  απογευματινή έξοδο της  κάθε μέρας ανεξαιρέτως ,  απ’ την    εξάμηνη επίσκεψή μου   εδώ στην   πατρίδα..   

  Πήγαινα με συντροφιά  τα κλειδιά, το κινητό και  πριν καμιά βδομάδα, το παραμελημένο    τετράδιο ιχνογραφίας,

  Αν και  η   αναβολή δεν μπορούσε πια να κατηγορήσει  τα δυο  μου εγγόνια.

Ό πραγματικός ένοχος  τώρα   το   μουτρο βιβλίο.  κι  αφομοιωμένη  στο χασομέρι του, απ' την Μαίρη.

 Φίλη  ζωγράφος, που γνωριστήκαμε   σε   μια έκθεση όταν  πρωτόρθα .

 Της πρότεινα  φιλοξενία. Ιερή για εμάς τους Έλληνες   και πού   να  τρέχει για  ξενοδοχείο.

 Ένιωσα ότι γνωριζόμαστε  χρόνια! Μια  δίδυμη ψυχή, μα η κάθε μια στην διαφορά μας.

Με ρώτησε αν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το λαπτοπ μου κι έμεινε   έκπληκτη, όταν   της είπα δεν έχω, κι  ότι   αγνοούσα πλήρως τον κόσμο των υπολογιστών.

-Μα είσαι πολύ πίσω αγάπη μου! Ξέρεις πόσο πιο εύκολη κάνει την ζωή σου; Μπορεί να κάνεις το δικό σου μπλοκ, να διαφημίζεται  η δουλειά σου και κυρίως να μιλάς απ' το σκαιπ με την οικογένειά σου.  Αν θες  να σε μάθω να το χρησιμοποιείς!

Η διαχυτικότητα   και τα επιχειρήματά της ,  με έπεισαν κι  έτσι γνώρισα  το μουτροβιβλίο.

Κρατήσαμε επαφή στην συνέχεια , κι όταν επισκέφθηκα  την Λεμεσό, έγινε η ξεναγός μου στην όμορφη πόλη.

 Η  παλιά Λεμεσός μας καλωσόρισε, κι  ο Τούρκικος τεκές, εορταστικός  σ ‘εκείνης της μέρας  μπαϊράμι όπου  οι παρευρισκόμενοι αγάδες ήθελαν να μας φιλέψουν κάτι, μα   αρνηθήκαμε  ευγενικά.

Απομακρυνθήκαμε,  γίναμε για λίγο δυο άτακτες δεκαεξάχρονες  και στην είσοδο του  δημόσιου κήπου,  χαιρετήσαμε  τον  λεβέντη βρακοφόρο.  

Στο  ένα χέρι  κρατούσε την  κολοκύθα με το κρασί,  και το άλλο τεντωμένο σαν σε χορό, να    θυμίζει  ακόμα  την γιορτή του κρασιού,  που είχε πραγματοποιηθεί  πριν λίγες μέρες ..   

Στην συνέχεια παρμένες φωτογραφίες  απ' την  Λεμεσιανή παραλία, το Κάστρο και την όμορφη παλιά εκκλησία    της αγία- Νάπας.

'Ένιωσα  ανάλαφρα μετά από πολύ καιρό, μα το  κακό  από τότε, το μούτρο βιβλίο  καταβρόχθιζε τις περισσότερες ώρες μου ,.

Ίδιο όπως κι οι   τόσοι επίδοξοι μνηστήρες, που ξεφύτρωσαν απ' το πουθενά.

 Πρώτα,  με  αίτηση   φιλίας,  σε λίγο τρελά ερωτευμένοι και χωρίς  αναβολή κατευθείαν  στο ψητό.  Ιδιαίτερα  οι δήθεν Αμερικανοί στρατιωτικοί, ή μεγαλοεπιχειρηματίες  που αμέσως μυριζόσουν το παιχνίδι. Τα Αγγλικά τους πολύ σπασμένα.

Μερικοί με άσεμνες προτάσεις που το «όχι» σου δεν σήμαινε τίποτα,  κι  ένιωσα να  επαναστατώ. Σαν δεν ντρέπονταν !!!!  

Μα  που να ντραπούν. Πίσω  απ' την ανωνυμία και τα ψεύτικα προφίλ, πού να ‘ξέρεις με ποιον αληθινά μιλούσες.

Εκείνοι  να συνεχίζουν  την πολιορκία και    για  πρώτη φορά  κατανοούσα  την Πηνελόπη. Σίγουρα κάπως έτσι θα ένιωθε και κείνη, στα χρόνια που έλειπε ο Οδυσσέας, όσο  εκείνοι   έστηναν γύρω της  ιστό, μέχρι που  γύρισε κι έγιναν καπνός.

Αντίθετα ο  δικός   μου Οδυσσέας,  δεν θα ξαναγύριζε  ποτέ πια...

Αυτοί  πλοκαρίζονταν δίχως δεύτερη  σκέψη, βάζοντας τέλος στις βλέψεις τους, για την εύκολη λεία .

Τόση ανηθικότητα δεν την φανταζόμουνα, αφού  μια ζωή πίστευα,  να κοιτάς τον καθένα στα μάτια, δίχως  να ντρέπεσαι.

Ο αυτοσεβασμός παζάρια δεν σηκώνει και  ποτέ  δεν θα γινόμουν,  η φτηνή περιπέτεια κανενός.

 Η απόφασή μου,  δεν άργησε να έρθει  αντιμέτωπη  πριν λίγες μέρες,  με κάποιον  απ' τις πρώτες  γνωριμίες  του μουτρο-βιβλίου , κι  η  επιμονή του να βγούμε, ενώ ήταν παντρεμένος  με παιδί.

Απαράδεκτο για μένα , μα η επιμονή του πολύ πιο μεγάλη απ ‘ την αντίστασή μου στην γοητεία του.

Πολύ όμορφος , πανάθεμά τον, κι η λογική κατα τρόμαζε σαν διαπίστωσα ότι έμπαινα σε  επικίνδυνα μονοπάτια , που   αποφάσισα να τελειώνω μαζί του.

 Όπως ήταν επόμενο έγινε  έξω φρενών  κατηγορώντας με ότι ασυνείδητα φλέρταρα μαζί του, κι ας  αλλιώτικη η  πραγματικότητα.

 Του το' χα 'πει απ 'την αρχή,  μια   φιλία ζητούσα  και τίποτ' άλλο, για   να  ξεγελώ την μοναξιά μου, που  αφόρητη πολλές φορές, στα   πέντε   χρόνια  που πέρασαν.

Την κυνηγούσε για λίγο η ζωγραφική μου, μα ήταν  φορές π' αναρωτιόμουν,   πως   θα κατάφερνα   να περάσω  έτσι την υπόλοιπη ζωή μου.

  Δίχως μια συντροφιά, με τα   παιδιά  εξ ολοκλήρου μπλεγμένα στην δική τους   ζωή ,  κι εγώ να αρκούμαι στον ρόλο της καλής γιαγιάς που με είχε κουράσει. Ήμουν ακόμα πολύ νέα .

Αν τώρα   αυτός άλλα νόμισε, δικό του πρόβλημα.Έλα όμως που έγινε και δικό μου!

Εκεί   που άρχισα να  απολαμβάνω   την ελευθερία μου, να' μαι  τώρα εδώ,  σε τούτο το άγνωστο και σκοτεινό μέρος, με τα     ρούχα κολλημένα  πάνω  μου   κι όλα αυτά, λόγω άγνοιας για τους κινδύνους του διαδικτύου.

************

                                                          

-Που  βρίσκομαι; » Αναρωτήθηκα   συνηθίζοντας  λίγο το  σκοτάδι  και    διέκρινα το πορτατίφ.

 Πάτησα  τον διακόπτη  και στο    χλωμό  φως, έκλεισα  κουρασμένα τα μάτια ,    προσπαθώντας   να θυμηθώ.

Περπατούσα .... αφηρημένα, όταν στο άρωμα   των γιασεμιών κρεμασμένα  κάτω από μια πέργκολα  σταμάτησα να  κόψω μερικά ανθάκια.

 Η μυρωδιά τους με έφερνε στο κάποτε, των παιδικών μου χρόνων, εκεί στην αυλή  του σπιτιού μας ....στο χωριό.

Αφηρημένη, ούτε που έδωσα σημασία  στην πόρτα  αυτοκινήτου,  που άνοιξε γρήγορα δίπλα μου, μα  αναπήδησα  ξαφνιασμένη  στο    κατάμαυρο   βλέμμα  και το παχύ μουστάκι  που  διακοσμούσε  τ' απάνω  χείλι, του    άνδρα που είχα διακόψει μαζί του....

Πριν προλάβω καν να φοβηθώ,   μ'  έπιασε αστραπιαία απ' τους ώμους, στην συνέχεια το  πανί με την άσχημη μυρωδιά μπροστά στην μύτη μου, κι έπειτα τίποτα.

 Μέχρι  τώρα που συνήλθα εδώ.

 Πως όμως,  με βρήκε;  Δεν θυμόμουν να του είχα αναφέρει ποτέ  την διεύθυνση μου.

 Μήπως  απ' τις κλήσεις του κινητού; Η άθελά μου , κάτω απ' τις ερωτήσεις του, τού είχα δώσει σημεία;

 Μα γιατί να με απαγάγει;

 Αν ήθελε να με  βιάσει, μπορούσε κάλλιστα αφού ήμουν   αναίσθητη, ‘όμως  τίποτα  δεν έδειχνε, ότι  με άγγιξε..

Να πιστέψω,  τον μάγεψε η ομορφιά μου; Ήταν  δυνατό  απ' την φωτογραφία του  προφίλ μου;  Εκτός αν,.... με είχε δει προσωπικά εν αγνοία μου  .  .

 Στα πενήντα μου δεν λέω ! Ακόμα  όμορφη, δεν  με έπαιρναν  πάνω από  σαράντα και  πολλά αντρίκια μάτια  να με  κοιτάζουν   με ενδιαφέρον  και   πόθο, που με κολάκευε σαν γυναίκα.

 Όταν φτιαχνόμουν  το έτερο ήμισυ,  καμάρωνε για    το λάφυρο που του ανήκε

και   το  να είμαι  περιποιημένη,   απαράβατος κανόνας,  στα είκοσι οκτώ    χρόνια γάμου Δεν επιτρεπόταν σε μια κυρία Παπαδοπούλου, να είναι ασυγύριστη.

 Πάντα καλοντυμένη σε πανάκριβα ρούχα  και κάθε τρεις μέρες,  κομμωτήριο.

Κάτι που  τώρα εδώ πολύ πιο ανέμελη,  αφού   δεν είχα να δώσω πια, λογαριασμό  σε κανένα .

Sunday, February 19, 2012

Η γειτονιά μου .




Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ.
Η παλιά γειτονιά μου εκεί στο χωριό, όπου κάθε γωνιά της κάθε πέτρα της ,γεμάτη από παιδικές αναμνήσεις .
Τι συγκίνηση και τι νοσταλγία ένιωσα σαν ξαναπέρασα σήμερα πάλι τα δρομάκια της.
Με τα παλιά πετρόκτιστα σπίτια που τώρα τα πιο πολλά υποστήκανε την αλλαγή του μοντέρνου αν και το δικό μου σπίτι ακόμα το ίδιο λες και με περίμενε απαράλλακτο να ξανά 'ρθω και να με καλωσορίσει όπως ακριβώς το θυμόμουν από τότε.
Πολλά από τα Καινουργιόκτιστα σπίτια γεμάτα κι από λουλούδια ενώ το δικό μας μπαλκόνι ορφανό πιά, έπειτα από την απουσία των τότε ανθρώπων του . Ο παππούς ,η γιαγιά ,ο πατέρας ,η μάνα όλοι τώρα αναπαύονται κάτω από τα κυπαρίσσια κι εγώ με τ'αδέλφια μου απόντα στην ξενιτιά από χρόνια.
Έπειτα από απουσία τόσων χρόνων ,σε κάνει να αισθάνεσαι ξένος όμως στην γειτονιά μου αισθάνομαι πως έρχομαι και πάλι στα δικά μου λημέρια κι ανέγγιχτη η θύμησή της απόμεινε στην καρδιά από τότε, να την γεμίζει με προσμονή και νόστο για να ξανά ρθω και πάλι μια μέρα.
Σαν περπατώ λοιπόν τούτη την μέρα προσπερνάω το σπίτι μας και πάω να χαιρετίσω πρώτα το σχολείο, όπου η αυλή του τότε γινόταν η αλάνα μας το κάθε απόγευμα μέχρι που σκοτείνιαζε και δεν βλέπαμε πιά κι οι μανάδες μας να μας φωνάζουν για να μαζευτούμε στα σπίτια μας.
Εκεί λοιπόν στην αλάνα τα παιδικά μας παιγνίδια ,τσιλίκι. κρυφτό , μπίλιες , μπάλα ,που αν και τρύπια,για μας ήταν πολυτέλεια κι έκανε την δουλειά της στο παιγνίδι μας.
Ηταν εκεί το αγαπημένο μας μέρος κι ας περνούσαμε τις υπόλοιπες ώρες μέσα στο σκολειό ,καθώς τότε πηγαίναμε πρωί κι απόγευμα για τα μαθήματα και δεν αποτελούσε εξαίρεση και το πρωινό του Σαββάτου .Ακόμα και το κυριακάτικο πρωινό συμπεριλαμβανόταν έπειτα από διαταγή του δασκάλου κι αλίμονο
αν τολμούσαμε να παρακούσουμε και να μη δηλώσουμε την παρουσία μας .Με τον φόβο της τιμωρίας της βέργας έτσι όλοι εκεί στις 7.30 .
φρεσκολουσμένοι από το προηγούμενο βράδυ με την μυρωδιά του φρέσκου μερσινιού που η μάνα έκανε σίγουρα το έβραζε με το νερό για να μοσχομυρίζουμε όπως έλεγε. (Δεν υπήρχαν τότε τα αρωματισμένα σαπούνια του σήμερα) και τότε ντυμένοι με τα καλά μας κι ας ήταν το μόνο και μοναδικό φουστάνι που διαθέταμε, με καλογυαλισμένα τα παπούτσια και τα άσπρα καλτσάκια μας για να μας οδηγήσει στην εκκλησία που θα κάναμε το κατηχητικό.
Όμορφα παιδικά χρόνια τότε, που πάντα νοσταλγείς ,μα δυστυχώς δεν αργείς να μεγαλώσεις.
Αν και ακόμα αγκάλιαζες την φτωχογειτονιά μαζί με τον πρώτο τότε δεκατετράχρονο έρωτά σου, το γειτονόπουλο που στα 18 του φάνταζε σαν τον πρίγκηπα του παραμυθιού, στα ακόμα παιδικά μάτια σου.
Πολύ δειλή τότε έστω και να τον κοιτάξεις άσε που δεν μας το επέτρεπαν, μα αυτό δεν εμπόδιζε τα μάτια να κρυφοκοιτάζουν πίσω από τα παντζούρια.
Κι όταν σιγουρευόσουν ότι ήταν στο σπίτι του, τότε σίγουρα θα έβγαινες να σκουπίσεις το στενό.
Στολισμένη και καλοκτενισμένη χωρίς μακιγιάζ όμως (Μόνο οι εύκολες το χρησιμοποιούσαν τότε ).κι έλπιζες να σού 'ριχνε και κείνος καμιά ματιά.
Όταν τελείωνες κρυμμένη παραφύλαγες, κι αν τύχαινε να πάει για την μοναδική βρύση της γειτονιάς κρατώντας τον βάζο με το νερό, από κοντά του κι εσύ με τον κουβά, για να ποτίσεις τα λουλούδια στο μπαλκόνι που υπομονετικά περίμεναν διψασμένα, τούτη την καθημερινή ώρα των πέντε τ' απόγευμα.
Εκεί χαμηλοβλεπούσα να στέκεις δίπλα του σαν δεν υπήρχε παρεξήγηση αν και χωρίς την καλημέρα, που απαγορευόταν (μην βγει το όνομά σου ,καλύτερα το μάτι σου) κι αν σου' ριχνε κάνα
χαμόγελο τότε πετούσες στα ουράνια ,\
Αχ! κι αν είχε στόμα η γειτονιά πόσα θα μπορούσε να μαρτυρήσει από τα μυστικά σου καρδιοκτύπια.
Κι όταν σε λίγο πότιζες τις γλάστρες με τα βασιλικά και τους κατιφέδες τότε όλη η γειτονιά ν' αφουγκράζεται μαζί με κείνον το τραγούδι σου
Ψιντρή βασιλιτζιά μου τζιαι μαντζουράνα μου
Εσύ θα με χωρίσεις από την μάνα μου “
Η όταν μάζευες τους ανθούς από το γιασεμί τότε ήταν που η γειτονιά μοσχομύριζε πάλι από την μυρωδιά και το τραγούδι για το γιασεμί σου.
Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου
Τζι ´ηρτα να το κλαδέψω, ωχ! Γιαβρί μου
τζιαι νόμισεν η μάνα σου ,γιασεμί μου .
Πως ήρτα να σε κλέψω ,ωχ! Γιαβρί μου.
Αργότερα στις φεγγαρόφωτες νύχτες όλη η γειτονιά να μαζεύεται στο στενό (που χωρίς ηλεκτρισμό τότε ) τουλάχιστον οι γειτόνισσες , καθώς οι άνδρες πήγαιναν στον καφενέ της γωνιάς πέντε βήματα δρόμο, να παίξουν την πάστρα ,την πιλόττα, το τάβλι ,με κανένα λουκούμι για όποιον κέρδιζε και που ο πατέρας το φύλαγε για μας αν και έπρεπε να το μοιράσουμε στα τέσσερα όσα και τα παιδιά.
Οι γειτόνισσες με πιο ηλικιωμένη την γιαγιά μου να κάθεται στην πολυθρόνα της ,(μια αιωνόβια ριζιμιά πέτρα ) έξω από το ξύλινο ξωπόρτι μας , εκεί στην αστροφεγγιά να διηγούνται η κάθε μια τους, πως τα πέρασε την μέρα της με τις σκληροδουλιές στα χωράφια και παρά την κούραση ν' αρχίζουν τις παραβολές τα παραμύθια και το λακκιρτί.
Με τα κουτσομπολιά και τα χωρατά που έδιωχναν την κούραση ενώ εγώ στο μπαλκόνι από πάνω να παρακολουθώ την κουβέντα αλλά και το φωτισμένο από το αχνό φως της λάμπας παράθυρο του έρωτά μου .
Εκεί δεν υπήρχε καμιά αδελφή, έτσι γινόταν το στέκι και των άλλων νεαρών του χωριού ,που άρχιζαν τά δικά τους τραγούδια.
Έβγα στο παραθύριν ,κόρη το γιάλλενο
Να δώ το πρόσωπό σου το σιμιδάλλενο.

Έβγα στο παραθύρι κρυφά της μάνας σου
τζιαι κάμε πως ποτίζεις την μαντζουράνα σου .

Εγώ εκεί να πετάω στα σύννεφα αφού το παράθυρό μου αντίκρυ από το δικό του και σίγουρα για μένα το τραγουδούσε και δεν είχε σημασία το ότι ήταν χιλιοτραγουδημένο κι η γειτονιά να ευλογά την μαντζουράνα που τόσα τραγούδια υμνούσαν την ομορφιά μα και την μυρωδιά της .
Βέβαια με το πέρασμα του καιρού ενηληκιώθηκα, μου πέρασε όπως ξαφνικά ήρθε ο πρώτος μου έρωτας κι ήρθε η ώρα που έπρεπε ν' αποχαιρετήσω την αγαπημένη μου γειτονιά .
Άλλαξα τόπο, άλλαξα εξωτερικά αλλά κατά βάθος ακόμα η απλή χωριατοπούλα που όσο και να αλλάξεις πάντα ή ίδια μένεις .Και νά' μαι τώρα να χαιρετώ το σχολείο μαζί και τις γειτόνισσες που όλες να σε προσκαλούν για κεραστικό όπως τότε κι αυτό ποτέ δεν αλλάζει σαν η φιλοξενία ακόμα ιερό καθήκον των αγνών χωρικών
γνήσια απόδειξη της φυλής μας ,Και δεν πρέπει να αρνηθείς αν δεν θέλεις να σε νομίσουν ακατάδεκτη .
Παίρνεις λοιπόν το κεραστικό μοιράζεις τα χαμόγελά σου και αποχαιρετάς και πάλι την αλάνα με την κοσμοπολίτικη τώρα ομορφιά και παίρνεις τα μπρος πίσω για το παλιό σου σπίτι ,
όπου οι μεντεσέδες της ξεβαμμένης του πόρτας τρίζουν σκουριασμένοι από το πέρασμα των χρόνων που ανατριχιάζεις καθώς αντικρίζεις την ολοκληρωτική εγκατάλειψη κι εκεί δίνεις την υπόσχεση ότι σίγουρα θα γυρίσεις και πάλι.
Κλείνεις και πάλι την πόρτα ,βγαίνεις και πάλι στην γειτονιά όπου η πολυθρόνα της γιαγιάς ακόμα στην θέση της δίπλα από το καγκέλι ,Σαν την κοιτάς μελαγχολικά λες κι η γιαγιά κάθεται και πάλι εκεί και σε αποχαιρετά και πάλι .Μαζί της κι η παλιά γειτονιά που φεύγοντας αφήνεις πίσω πάλι άλλο ένα κομμάτι από την καρδιά σου,

Tuesday, February 14, 2012

Διήγημα,



ΛΥΤΡΩΣΗ
.....................
Τα γκρίζα ασυγύριστα μαλλιά που κρέμονταν στο πρόωρα ρυτιδωμένο πρόσωπο ,που τίποτα δεν μου θύμιζαν απ' την παλιά Ελένη. Το γλυκομίλητο κορίτσι με την λυγερή κορμοστασιά και τα ζεστά καστανά μάτια. Τώρα πιο γεμάτη ,αλλά όχι από πάχος ,μόνο φούσκωμα από τα φάρμακα νευρολογικού είδους ,και τα μάτια της ,σχεδόν αδρανή.
Με το ζόρι μιλούσε κι έμοιαζε με πληγωμένο αγρίμι που το κτύπησε άπονα η ζωή ,όταν αγέλαστη με καλωσόρισε.
Αμήχανη ,δεν ήξερα τι να πω .'Ηταν τόσο δύσκολο που δεν τόλμησα να ρωτήσω καν, τι κάνουν τ' άλλα παιδιά της. Έτσι άρχισα να μιλώ για άσχετα πράγματα και για κοινούς γνωστούς που θά 'ρχονταν σε λίγο .
Αν και ήρθαμε απροειδοποίητα ,η ανοικτή καρδιά και το σπίτι της θείας μου ,μας δέχτηκαν όπως πάντα κι επέμενε να καλέσει κι όλους τους γνωστούς που δεν ήταν και πολλοί στο μικρό χωριό του Μπάρκλυ -Γουέστ .

Να την τώρα,σβέλτη παρά το πάχος και τα χρόνια της,να τρέχει πάνω – κάτω για να ετοιμάσει τα φαγητά κι εγώ να κάνω παρέα στην Ελένη που έφθασε νωρίτερα απ'τους άλλους ,ενώ οι άνδρες κάτω απ' το μπαλκόνι ,να πίνουν το ουίσκι τους και να τσιμπολογούν την σούβλα που ψηνόταν..
Γρήγορα εξαντλήθηκε το θέμα των γνωστών κι αρχίσαμε να μετροφυλλάμε τα αλπούμ ,που είναι η λύση ,όταν δεν έχεις τι να πείς.
Στην αρχή ,κιτρινισμένες φωτογραφίες απ'τον καιρό ,που ήταν νιόπαντρη η θεία .Άλλες του παππού και της γιαγιάς ,μετά τα δυό μου ξαδέλφια με τις στολές του σχολείου κι έπειτα εγώ όταν πρώτο ήρθα ,να καμαρώνω στο πρώτο μου μάξι φόρεμα .Αλλού ,τα διάφορα πάρτυς ,ο γάμος της εξαδέλφης μου κι εγώ παράνυφη ,κι ανάμεσα στους καλεσμένους κι η Ελένη .Καινουργιωφερμένη τότε , με κοντά καλοχτενισμένα μαλλιά.
-Σου πηγαίναν τα κοντά μαλλιά Ελένη .Γιατί δεν τα κόβεις ξανά;,προσπάθησα να πιάσω κουβέντα.
-Μου τα ' κόψε τελευταία φορά η Κατίνα μου και μαζί τους θα πεθάνω !ήρθε τραχιά η απάντηση και μ' έπνιξε η συμπόνια.
-Μπορούμε να τα κόψουμε και να τα φυλάξεις ,Ελένη .Και πάνε έξη χρόνια. Καιρός να σκεφτείς και τ' άλλα σου παιδιά, τον άνδρα σου...
-Τον άνδρα μου! γέλασε πικρά πριν ξεσπάσει. Αυτός φταίει που τα πήρε μαζί του στο κυνήγι εκείνη την μέρα και χάθηκε τόσο άδικα η Κατίνα μου .Ναι! Εκείνος φταίει ! είπε πάλι τραχιά σχεδόν με μίσος κι αρρωστημένο πάθος.
-Δεν μπορεί ,παιδί του ήταν!διαμαρτυρήθηκα .Ποτέ δεν θα ευχόταν το κακό της και πρέπει να συγχωρέσεις .
-Εγώ! Να συγχωρέσω εκείνον!Που πάντα ήθελε να γίνεται το δικό του ,ξέσπασε.'Η καλύτερα ότι ήθελε η οικογένεια του .Σαν τότε που μου τα πήραν και δεν σκέφθηκε ότι τα παιδιά είναι καλύτερα κοντά στην μάνα τους .
-Μα μετά σου τα έφερε πίσω κι ήσουν ευτυχισμένη,την αντέκρουσα.-Ναι,όταν επιτέλους κατάλαβε τι ήταν η οικογένειά του .Μα κράτησε τόσο λίγο η ευτυχία μου ,είπε σαν να μονολογούσε .'Ύστερα πάει η Κατίνα μου και 'γώ! ένα ερείπιο που ζει με τα φάρμακα ,και μου λες να τον συγχωρέσω;Μα μου φέρνει πίσω το παιδί μου; Πες μου Βάσω μου το φέρνει;ρώτησε τραγικά ξεσπώντας σε βουβούς λυγμούς .
Αγκαλιάζοντάς την ,άφησα και τα δικά μου δάκρυα να κυλήσουν κι η θειά που κουβαλούσε τον δίσκο με τα ποτήρια κοντοστάθηκε ,μα της έγνεψα να φύγει.
-Αν η Κατίνα σου μιλούσε αυτό θα ήθελε ,καν 'το για κείνη !είπα προσπαθώντας να την κάνω να δει με άλλα μάτια το πένθος της και συνέχισα. Κι ο Χριστός σταυρώθηκε μα συγχώρεσε γι αυτό κι αναστήθηκε. Ενώ εσύ έξι χρόνια κρατάς σταυρωμένη την ψυχή του παιδιού σου .Συγχώρα για ν' αναστηθεί!είπα δίνοντάς της το ποτήρι με το αναψυκτικό που το' χα με αποξεχάσει. Σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της κι άρχισε να το αργοπίνει.

* * * * * *
Είχαμε γνωριστεί τότε όταν πρώτο ' ρθα στην Αφρική και χάρη στο δίπλωμά μου της κομμώτριας εύκολα πήρα άδεια διαμονής ,αντίθετα με κείνη που της πήρε έξι μήνες μέχρι να κανονίσει ο άνδρας της τα χαρτιά .Στο μεταξύ είχε μείνει με την πολυμελή οικογένειά του κάπου στην Καλαμάτα , κι όταν ήρθε μου έκανε εντύπωση η αλλαγμένη της προφορά. Λες κι είχε γεννηθεί στην Ελλάδα ενώ εγώ μέχρι σήμερα ακόμα έχω την βαριά Κυπριακή προφορά.
-Θα μου κόψεις τα μαλλιά μου ,Βάσω ;με ρώτησε έπειτα από λίγες μέρες αφού γνωριστήκαμε.
-Ευχαρίστως !πότε θέλεις να σου κλείσω ραντεβού στο κομμωτήριο;την ρώτησα.-Αν μπορείς εσύ το Σάββατο ,με παρακάλεσε και συνέχισε. Δεν οδηγώ και φοβάμαι να περπατήσω ,δεν ξέρω και τους δρόμους .
-Εντάξει .Θα 'ρθούμε με την θειά να μου δείξει το σπίτι ,είπα και το Σαββάτο απόμεινα θαμπωμένη μπροστά στο πελώριο σπίτι που της είχε αγοράσει ο Αντώνης ο Καλαμαράς (Έτσι τον φωνάζανε για να τον ξεχωρίζουμε από τον Αντώνη τον Κύπριο.)
Θαύμα διακόσμησης το σπίτι σου !είπε η θειά κοιτώντας τα στολισμένα με σεμέν πανάκριβα έπιπλα και τους τοίχους που ήταν γεμάτοι από κεντητά κάδρα ,όλα καμωμένα από τα χέρια της.
Στην συνέχεια την προσοχή μου τράβηξε η φωτογραφία του όμορφου στρατιώτη απέναντι.
-Σίγουρα αδελφός σου αυτός ,είπα κοιτώντας το ίδιο λαμπερό βλέμμα και τα χαρακτηριστικά ,όμοια με τα δικά της.
-Ναι ,είμαστε δίδυμοι ,απάντησε με μάτια που συννέφιασαν .Είναι αγνοούμενος απ 'την εισβολή κι η μάνα μου ζει με την ελπίδα από τότε ,εκεί στην προσφυγιά.
-Ίσως βρεθεί Ελένη ,την παρηγόρησα και μέχρι να βρέξει τα μαλλιά της πρόσεξα το μισοτελειωμένο έξω από την ντουλάπα φόρεμα.
-Δεν ήξερα ότι ράβεις ,είπα κοιτώντας το συγυρισμένο ράψιμο .
-Τα καταφέρνω ,απάντησε και κάθισε μπροστά στον καθρέφτη.
-Θα μου δώσεις λίγα μαθήματα;ρώτησα ενώ ξεχώριζα τα μαλλιά .
-Αν σ' αρέσει όποτε θέλεις !απάντησε.
-Γιατί να μην της αρέσει !Γλυτώνει ένα σωρό λεφτά ,αν μάθει ,είπε η θεία ,που με ζάλιζε για να με μάθει εκείνη και συμφωνήσαμε τώρα για κάθε Τετάρτη απόγευμα που έκλεινε το κομμωτήριο.
-Λοιπόν ,πώς να σου τα κόψω ;ρώτησα τώρα συγκεντρωμένη στην δουλειά μου.
-Πως νομίζεις θα μου πηγαίνουν καλύτερα !μου άφησε πρωτοβουλία και σε λίγο είχε αλλάξει κεφάλι .
-Ιντα που τα κάνετε κορίτσια;;ρώτησε ο Καλαμαράς γελαστός ,μπαίνοντας της πόρτας και προσπαθώντας να μιλήσει Κυπραίικα .Πω πω !κούκλα μου την έκανες !Να μην μου την κλέψουν ,μωρέ κορίτσια !συνέχισε και πήγε να πλυθεί.
Σε λίγο πίναμε τον καφέ μας όταν το απότομο άνοιγμα της πόρτας μ 'έκανε να τον χύσω -Ακόμα δεν ετοίμασες το πουκάμισό μου ,Ελένη ;ρώτησε αυστηρά ο θυμωμένος τριανταπεντάρης άνδρας και για πρώτη φορά αντίκρισα τον κουνιάδο της πού έμενε μαζί τους.
Μέτριος στο ανάστημα ,μάλλον άσκημος , με σγουρά κόκκινα μαλλιά και σκληρά γαλανά μάτια.
Συγνώμη Γιάννη ,ξέχασα ότι θ αρχόσουν νωρίς να στο φέρω αμέσως !απολογήθηκε κατακόκκινη και σβέλτα σηκώθηκε..
Αυτόματα αντιπάθησα το αυταρχικό του ύφος ,που λες και απευθυνόταν στην υπηρέτρια .Κοιταχτήκαμε με την θεία και σε λίγο λέγοντας ότι έπρεπε να μαγειρέψει διακόψαμε την επίσκεψη. Όσο για τα μαθήματα ραπτικής ,φρόντιζα να τελειώνουν πάντα πριν έρθουν οι άνδρες.
Σε λίγο αρραβωνιάστηκα ,πήγα στο Ντέρπαν όπου αντί για κομμώτρια ,βοηθούσα στο σούπερ μάρκετ του ανδρός μου.
* * * * * *
Ξανασυναντηθήκαμε έπειτα από εφτά χρόνια ,στον γάμο του ξαδέλφου μου όπου ήταν καλεσμένη κι απόμεινα να κοιτάζω την μεγάλη της οικογένεια ,όταν με σύστησε.
-Τον Γιάννη τον ξέρεις (αντίκρισα τον αντιπαθητικό κουνιάδο )η κουνιάδα μου η Γιώτα ,ο άλλος μου κουνιάδος ο Τάκης κι από 'δω ο ξάδελφος Τάσος,είπε χωρίς τον παλιό αυθορμητισμό.
-Χαίρω πολύ !Τους χαμογέλασα .Αυτά θα 'ναι τα παιδιά σου ....,είπα κοιτώντας τα δυό αγόρια και το κοριτσάκι που την τριγύριζαν και συνέχισα.
-Εγώ έχω μόνο δυό αγόρια μα αξίζουν για δέκα. Τι λες ,να πάνε δίπλα στην αίθουσα να δούνε σινεμά και να γίνουν φίλοι;είπα γλυκά σπρώχνοντας τα δικά μου μπροστά.
-Ω ,όχι ,δεν τα αφήνω να πάνε μόνα τους ,είπε ταραγμένη ,
-Ούτε κι εγώ ρε Ελένη ,μα εδώ είναι μέσα στην αίθουσα κι είμαστε δίπλα. Το μπορούν να πάθουν ;ρώτησα απορημένη από την τόση υπερπροστασία.
-Ποτέ δεν ξέρεις και καλύτερα να τα προσέχεις ,πετάχτηκε υπεροπτικά στην μέση η κουνιάδα ,λες κι ήταν εκείνη η μάνα τους.
-Με συγχωρείτε ,δεσποινίς ,μα εγώ θα τ,αφήσω !Είπα λίγο ειρωνικά ,και λέγοντας θα “σας δω αργότερα “,πήγα στο δικό μας τραπέζι και τα παιδιά μου στην διπλανή αίθουσα να δουν το παιδικό έργο .
-Μα πώς τα βγάζει ,πέρα με όλους αυτούς;αναρωτήθηκα μεγαλοφώνως κι η ξαδέλφη μου ακολουθώντας το βλέμμα μου ,κατάλαβε.
-Είναι να μην μπλέξεις και τι να κάνει τώρα πια με τρία παιδιά.

* * * * * *

Η επόμενη συνάντησή μας ήταν μετά από πέντε χρόνια όταν ο θείος μου κανόνισε για κυνήγι ,κι ο άνδρας μου που πετούσε τα σκουφιά του για κάτι τέτοιο ,δεν έχασε την ευκαιρία .Έτσι αφήσαμε τους υπαλλήλους στο σούπερ μάρκετ και να 'μαστε στο Μπάρκλυ-Γουέστ .Οι άνδρες στο κυνήγι και ' γώ με την Ελένη να τα λέμε στο μπαλκόνι της θείας μου ,απέναντι απ 'το Βάλ ρίβερ.
-Σαν ασήμι γυαλίζει το νερό ,κάτω από τον ήλιο ,είπα απολαμβάνοντας το όραμα που παρουσίαζαν οι ιτιές.
-Πραγματικά ,να το κοιτάζεις μόνο,σε κάνει και ηρεμείς αλλά έχω την έγνοια των παιδιών ,είπε η Ελένη .
-Γιατί; Τι έχουν τα παιδιά ;ρώτησα απορημένη
-Ω τίποτα .Μα ο Αντώνης τα πήρε μαζί του στο κυνήγι. Δεν τους χαλάει χατήρι ,εδώ και τρεις μήνες που έχουν γυρίσει !είπε και συνέχισε. Καλά τα αγόρια ,αλλά και το κορίτσι ,όπου πάει μαζί του την έχει.
-Παιδιά είναι ,Ελένη! Α στα να χαρούν είπα εγώ,
-Το ξέρω ,μα από τότε που μου τα στέρησαν τόσο καιρό τρέμει η καρδιά μου μην τα χάσω ,είπε .
-Μα πω σου τα στέρησαν,δεν καταλαβαίνω είπα.
-Θυμάσαι την κουνιάδα μου; άρχισε και στην συνέχεια έμαθα ότι τότε που είχε έρθει ως τουρίστας με την ελπίδα για να παντρευτεί και να μείνει εδώ.
Σαν δεν τα κατάφερε κι ήταν να φύγει ,πήρε και τα παιδιά μαζί ,δήθεν...για διακοπές .Ύστερα έπεισαν τον Καλαμαρά να τ' αφήσει εκεί στο σχολείο και έπειτα να φύγουν και κείνοι για τα καλά παρά τις αντιρρήσεις της Ελένης να της τα ξαναφέρουν να είναι με τους γονείς τους και να φύγουν όταν έρθει η ώρα, όλοι μαζί.
-Που να τ 'ακούσει όμως όταν ήταν για την οικογένειά του!αναστέναξε ,κι αυτό συνεχίστηκε για τέσσερα χρόνια που κοντέψαν να σπάσουν τα νεύρα μου .Κι ο Αντώνης να στέλνει και να στέλνει ,δήθεν να πάρουμε σπίτι και στο τέλος τίποτα δεν είχαμε. Τα πήραν όλα τ'αδέλφια του .....Χαλάλι τους όμως ,αφού τότε ξύπνησε επιτέλους ο δικός μου .Πήγε και τά 'φερε και δόξα σι ο Θεός .Από τότε γλίτωσα από το σόι κι είμαι για πρώτη φορά νοικοκυρά στο σπίτι μου !είπε με την παλιά λάμψη στα μάτια της κι η εμφάνιση της θειάς με τον καφέ μας διέκοψε.
-Θα μας πείς το φλιτζάνι ,θειά;ρωτήσαμε κι οι δυό σαν άτακτες δεκαεξάχρονες .
-Καλό κόρη μου!χαλάω εγώ χατήρι ;χαμογέλασε καλοσυνάτα και σε λίγο άκουγα ότι θα πάρω λεφτά ,ανακατωσούρα και...άσχημα νέα , είπε με έμφαση.
-Ελπίζω να μην μας σπάσουν το μαγαζί μέχρι να πάμε πίσω,είπα λίγο ανήσυχη όσο κι αν δεν πολυπίστευα το φλιτζάνι. Τρόμαξα όμως στην έκφρασή της όταν κοίταξε το φλιτζάνι της Ελένης.
-Άσχημο πολύ ,Ελένη. Ακούς θάνατο,είπε κι όταν εκείνη ταράχτηκε προσπάθησε να μαλακώσει τα λόγια της.
-Μπορεί να 'ναι και άρρωστος ,δεν φαίνεται καθαρά , ελπίζω κανένας γέρος!πήγε να γελάσει και το κουδούνισμα του τηλεφώνου με έκανε να τιναχτώ σαν αυτόματο.
-Άστο θεία!Θα το σηκώσω εγώ ,είπα πριν σηκωθεί η θεία κι η καρδιά μου πήγε να σταματήσει στην σπασμωδική φωνή του ανδρός μου.
-Πρέπει να ρθείτε στο νοσοκομείο .Κτυπήθηκε σοβαρά η μικρή του Καλαμαρά. Πες 'το με τρόπο στην μάνα της.
Στο κάτασπρο πρόσωπό μου η Ελένη άρχισε να τρέμει.
-Τι....τι ...έγινε; ρώτησε .
-Κτύπησε.... λίγο ....η Κατίνα σου. Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο .
-Οχιιιι....το παιδί μου! ούρλιαξε κι έπεσε.
-Μέχρι να πάμε ,η μικρή ξεψύχησε .Η ντουφεκιά την είχε πάρει στο κεφάλι.
Μείναμε για την κηδεία κι η Ελένη ,ράκος πια κι είχαν περάσει έξι χρόνια από τότε.
-Καιρός να συγχωρέσεις ,Ελένη .Ν,αναπαυθεί η ψυχή του παιδιού σου πια , κι αυτό δεν γίνεται όσο καταδικάζεις τον πατέρα της!είπα .
-Αυτό ,θα θελε ,αν μπορούσε να μιλήσει η Κατίνα.
-Λες να 'ναι έτσι;ρώτησε κλονισμένη λίγο ,σαν να ζύγιαζε τα λόγια μου.
-Σίγουρα είναι έτσι,επέμεινα. Καιρός να λυτρωθείς...
Για πρώτη φορά το βλέμμα της σαν να ζωήρεψε λίγο , κι είπε.
-Έχεις μαζί σου το ψαλίδι σου ;Κι αύριο να '''ρθείς μαζί μου στο νεκροταφείο,Θέλω να φυτέψω καινούργια λουλούδια ....Για την ανάπαυση της ψυχής του παιδιού μου....
ΠΑΛΙ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙΣ

Καημένη μας πατρίδα
σ' άφησαν χωρίς ελπίδα.
Και του κόσμου οι δυνατοί
σ' έχουν βγάλει στο σφυρί.
'Άλλοι κάνουνε τον κόπο
κι άλλοι έχουνε τον τρόπο.
Σε πουλούν και σ' αγοράζουν
κι ούτε που σε λογαριάζουν
... Πουλημένη ελευθερία
και προσμένουν σαν θηρία.
Για να σε κατασπαράξουν
την κληρονομιά ν' αρπάξουν.
Άλλοι παίρνουν αποφάσεις
θα κερδίσεις ; ναι θα χάσεις!
Ποιος δικαίωμα έχει δώσει
ποιος δεν σ' έχει πιά προδώσει
Έχουν κόψει την ποινή σου
λένε φταίει η κεφαλή σου
Φταίει η αφέλειά σου
όσο κι η αμέλειά σου
Που δεν είδες την παγίδα
πού φερνε την καταιγίδα.
Όμως έφτασ ' ο καιρός
να κινήσεις πάλι μπρός .
Όλοι οι οφειλέτες τώρα
να αδειάσουνε την χώρα.
Και στα πόδια να σταθείς
σαν παλιά ν'αναστηθείς
Σήκωσε πάλι κεφάλι
γίνε δυνατή μεγάλη
Μπόρα είναι θα περάσει
δεν θα σε καταδικάσει
Κι όσοι σε προεξοφλάνε
ναι την γλώσσα τους θα φάνε.
See more
1

Sunday, February 12, 2012

Welcome to my writing block . Σας καλωσορίζω στην δική μου γωνιά.

Φίλοι μου σας καλωσορίζω στην δική μου γωνια. Να ανταλλάζουμε απόψεις ,σκέψεις φιλοσοφία και ποίηση .Κι απο δική μου γωνιά να γίνει δική μας. Σας ευχαριστώ πολύ. Μαρούλλα.